- δοιώ
- δοιώ (Α)(δυϊκός αρ.) δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Δυϊκός αριθμός τού δοιοί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοιώ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek
du̯ō(u) (*du̯ei-) — du̯ō(u) (*du̯ei ) English meaning: two Deutsche Übersetzung: “zwei” Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… … Proto-Indo-European etymological dictionary